παρομαρτώ

παρομαρτώ
Α
συμπαρομαρτώ, ακολουθώ, παρακολουθώ, συνοδεύω («ἡ γοητεία προηγεῑται καὶ ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῑ», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ὁμαρτῶ «παρακολουθώ, συνοδεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπαρομαρτώ — συμπαρομαρτῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπαρομαρτῶ Α συνοδεύω, συνακολουθώ, είμαι επακόλουθο, είμαι συνέπεια (α. «συμπαρομαρτοῡντος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῡ κάλλους», Ξεν. β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ ὄγκος», Αρετ.) νεοελλ. (συν. το ουδ. πληθ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”